ἄταφοι

ἄταφοι
ἄταφος
unburied
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άταφος — η, ο (AM ἄταφος, ον) [θάπτω] άθαφτος αρχ. φρ. «ἄταφοι πράξεις» η άρνηση των τελετών της ταφής …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρου, Τόλης — (Θεσσαλονίκη 1938 –). Τραπεζικός υπάλληλος, σύμβουλος επιχειρήσεων και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια και στο Πανεπιστήμιο Lasalle Extension του Σικάγου (Διοίκηση Επιχειρήσεων). Σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος,… …   Dictionary of Greek

  • βρικολακιάζω — ιασα, βρικολακιασμένος 1. γίνομαι βρικόλακας: Λένε πως όσοι νεκροί μένουν άταφοι, βρικολακιάζουν. 2. μτφ. (για καταστάσεις, αντιλήψεις και θεσμούς νεκρούς και ανεπιθύμητους), αναβιώνω, ζωντανεύω: Κάθε τόσο βρικολακιάζουν πολλοί θεολογικοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”